- κεροπάνι
- και κερόπανο, τοβλ. κηρόπανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεροπάνι — το τεμάχιο πανιού αλειμμένο με κερί, μουσαμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κηρόπανο — και κεροπάνι, το αδιάβροχο ύφασμα αλειμμένο με ύλη που περιέχει κερί, κηρωτό ύφασμα … Dictionary of Greek
κερόπανο — το κεροπάνι, μουσαμάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)